Η κατανόηση είναι διαφορετική από το ‘ξέρω’.
Το ξέρω είναι μια επιφανειακή γνώση την οποία
αποκτήσαμε από κάποια εμπειρία, από κάτι που ακούσαμε ή διαβάσαμε.
Η κατανόηση απαιτεί παρατήρηση, βαθύτερη
μελέτη και στοχασμό πάνω στο αντικείμενο που μας ενδιαφέρει, αναλύοντας,
συνθέτοντας και συγκρίνοντας τα διάφορα δεδομένα που σχετίζονται με αυτό, με
σκοπό να το συνειδητοποιήσουμε βαθύτερα.
Η κατανόηση είναι ελαστική και αυξάνεται όσο
διευρύνεται η συνειδητότητα μας και όσο αναπτύσσεται η ικανότητα της διάκρισης και της διαίσθησης που
είναι οι ανώτερες λειτουργίες της διάνοιας (μπούντι).
Η ικανότητα διάκρισης, της διαίσθησης και η συνειδητότητα
αυξάνονται με τον εξαγνισμό του νου και τις διάφορες πνευματικές ασκήσεις
(τζάπα νάμα, κίρταν, προσευχή, διαλογισμό κ.λπ.)
Η κατανόηση είναι δημιουργική και μας
επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε στην πράξη αυτό που μάθαμε. Έτσι γίνεται το
εσωτερικό ελατήριο της δράσης.
Αντίθετα η γνώση τις περισσότερες φορές παραμένει
σαν μια πληροφορία στη μνήμη. Ίσως αργότερα,
να την επεξεργαστούμε, να μετατραπεί σε κατανόηση ή να μας χρησιμεύσει
σαν δεδομένο για να κατανοήσουμε κάτι άλλο που σχετίζεται με αυτήν.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η κατανόηση
είναι ελαστική. Αυτό που κατανοούμε σήμερα είναι το σκαλοπάτι για μια βαθύτερη
κατανόηση αργότερα. Έτσι όταν κατανοούμε κάτι δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι
αυτό είναι αρκετό, αλλά να θυμόμαστε ότι η κατανόηση μας θα βαθαίνει ανάλογα με
την εμπειρία και την εσωτερική μας πρόοδο.
Για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε πνευματικά
βιβλία ας μην θεωρούμε ότι διαβάζοντας τα μια φορά τα κατανοήσαμε σε βάθος. Θα
πρέπει να στοχαστούμε πολλές φορές πάνω σε αυτά και να εφαρμόζουμε όσα
διαβάζουμε για να μπορέσουμε να εμβαθύνουμε περισσότερο.
Στην πραγματικότητα θα έχουμε κατανοήσει
πλήρως κάτι όταν το πραγματοποιήσουμε στο ακέραιο. Για παράδειγμα, μπορούμε να
πούμε ότι κατανοήσαμε πλήρως τη Μπαγκαβάντ Γκιτά (Ιερή Γραφή
της Ινδίας) όταν πραγματοποιήσουμε αυτά που λέει. Μπορούμε να πούμε ότι κατανοήσαμε ένα ελλάτωμα πλήρως μόνο όταν αναγνωρίσαμε όλες του τις εκφράσεις μέσα μας και ελευθερωθήκαμε από αυτές.
Επίσης χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι κάθε φορά
που διαβάζουμε ή στοχαζόμαστε σε κάτι ο νους μας δεν βρίσκεται στην ίδια
κατάσταση.Όταν ο νους είναι κάτω από την επίδραση της Σάττβα γκούνα (ποιότητα) είναι συγκεντρωμένος, ήρεμος και διαυγής και μας επιτρέπει να
κατανοήσουμε βαθύτερα αυτό που μελετάμε, σε αντίθεση με τις στιγμές που
βρίσκεται κάτω από την επίδραση της Ράτζας ή της Τάμας γκούνα. στην περίπτωση αυτή είναι ανήσυχος,
αεικίνητος, εξωστρεφής ή νωχελικός,
αργοκίνητος, βαρύς, κ.λπ.
Ότι κατανοούμε σε κατάσταση σάττβα δεν
μπορούμε να το κατανοήσουμε σε κατάσταση ράτζας ή τάμας.
Μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποια κατάσταση
βρίσκεται ο νους μας αν είμαστε επάγρυπνοι και παρατηρητικοί προς τα μέσα.
Για να έχουμε ένα σαττβικό νου - δηλαδή οξύ
και διαυγή – χρειάζεται να διατηρούμε σε ισορροπία τις τρεις βασικές ενέργειες
του σώματος (Βάτα-Πίττα-Κάφα ) και να αυξάνουμε την Σάττβα γκούνα.
Όταν βλέπουμε ότι αρχίζει ανισορροπία θα
πρέπει να λαμβάνουμε τα κατάλληλα μέτρα. Κατ’ αρχήν να σταματήσουμε αυτό που
προκάλεσε την ανισορροπία και δεύτερον να χρησιμοποιήσουμε κάποια μέθοδο που θα
μας βοηθήσει να ισορροπήσουμε και πάλι π.χ. μάντρα, χαλάρωση, διαλογισμό,
ανθοϊάματα, αγιουρβεδικά βότανα κ.λπ.
Όποιος βρίσκεται σε ένα ανώτερο επίπεδο
συνειδητότητας έχει πιο Σαττβικό νου, η διάκριση του και η ικανότητα του να
αντιλαμβάνεται και να κατανοεί είναι μεγαλύτερη.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μηχανικά και
διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα ανάλογα με την κατάσταση του νου τους.
Βρίσκονται κυρίως κάτω από την επίδραση των ποιοτήτων Τάμας και Ράτζας, η
διάκριση τους είναι πολύ περιορισμένη και η συνειδητότητα εγκλωβισμένη στις
υποσυνείδητες καταστάσεις του νου.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι μύστες και οι
άγιοι δεν κατανοήθηκαν ή κυνηγήθηκαν από τον κόσμο.
Κατανόηση σε
σχέση με την επικοινωνία.
Εμείς νομίζουμε πως αυτό που έχουμε
κατανοήσει το καταλαβαίνουν και οι άλλοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Αυτό συμβαίνει λόγω έλλειψης επαγρύπνησης και
μη βαθιάς συνειδητοποίησης του εαυτού μας και της εξωτερικής κατάστασης.
Βρισκόμαστε σχεδόνο πάντοτε σε κατάσταση ταύτισης και προβάλουμε τη δική μας νοητική και συναισθηματική κατάσταση στους άλλους.
Θα μπορούσαμε να ελέγξουμε με μια- δύο
ερωτήσεις τί πραγματικά έχει καταλάβει ο συνομιλητής μας (πράγμα βέβαια που δεν
εφικτό τις περισσότερες φορές) αν θέλαμε να εξακρβώσουμε αν καταλαβαίνουεμε το ίδιο πράγμα.
Ο περιορισμός της δικής μας ικανότητας
αντίληψης και κατανόησης μας εμποδίζει να αντιληφθούμε καλύτερα και τους
άλλους.
Είναι κοινή εμπειρία όλων πως ο κάθε ένας ακόμα και
για συγκεκριμένα αντικείμενα, (για παράδειγμα ένα σπίτι, αυτοκίνητο κ.λπ.) έχει
συνήθως διαφορετική αντίληψη από τους άλλους. Το ίδιο δηλαδή πράγμα, κάποιος μπορεί να το
αντιλαμβάνεται ως ωραίο, άσχημο, μεγάλο, μικρό κ.λπ. και κάποιος άλλος
διαφορετικά.
Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έννοιες και
θέματα που δεν είναι τόσο χειροπιαστά. Για παράδειγμα όταν μιλάμε για την
αγάπη, την αλήθεια, την υπερηφάνεια, τη ζήλια κ.λπ. είναι σίγουρο ότι ο καθένας
έχει μια διαφορετική αντίληψη και κατανόηση και δίνει διαφορετικό περιεχόμενο
στις έννοιες αυτές.
Αν κατανοούμε το ίδιο ακριβώς με κάποιον άλλο
τότε θα δράσουμε και με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, αν έχουμε ακριβώς την
ίδια κατανόηση για το πόσο βλάπτει το τσιγάρο τότε και οι δύο θα κόψουμε το
τσιγάρο ή τουλάχιστον θα προσπαθήσουμε. Αν όχι, αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε ακριβώς την ίδια κατανόηση. Η
κατανόηση είναι ελατήριο δράσης.
Πρέπει επίσης να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν
υπάρχουν αυτονόητα πράγματα. Αυτό που είναι κατανοητό, εύκολο ή απλό για μας,
για κάποιον άλλο μπορεί να είναι δυσνόητο, δύσκολο και πολύπλοκο. Έτσι όταν
μιλάμε ας μη θεωρούμε ότι ο συνομιλητής μας λαμβάνει αυτά που του λέμε έτσι
ακριβώς όπως τα εννοούμε.
Ο καθένας δίνει στις λέξεις διαφορετικό
νόημα. Έτσι ακόμη και όταν συμφωνούμε δεν υπάρχει ακριβής ταύτιση στην
κατανόηση και είναι πολύ πιθανό να είναι πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο.
Συνήθως μιλάμε μηχανικά και προσπερνάμε
γρήγορα λόγια και έννοιες που ειπώνονται. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει
ουσιαστική επικοινωνία παρά μόνο μια επιφανειακή εξέταση των πραγμάτων.
Όταν οι άνθρωποι συζητούν για προσωπικά τους
θέματα ή για τη ζωή γενικότερα, η κατανόηση εξαρτάται από το πόσο έχουν
εργαστεί με τον εαυτό τους.
Αν δεν έχουν κάνει καμία εργασία οι απόψεις
τους θα είναι αρκετά διαστρεβλωμένες και πολύ λίγο θα πλησιάζουν του ενός με του άλλου.
Αυτό βέβαια συνήθως δεν είναι αντιληπτό εξ
αιτίας της κατάστασης ταύτισης στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι συνεχώς.
Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις ψυχολογικές
καταστάσεις του ατόμου, για παράδειγμα φόβος, θυμός, ενοχές κ.λπ. η κατανόηση
κάποιου σχετίζεται με το πόσο εντατικά έχει παρατηρήσει την κατάσταση αυτή μέσα
του, πόσο έχει στοχαστεί και σε ποιο βαθμό έχει ελευθερωθεί από αυτή.
Η κατανόηση του εαυτού μας αυξάνεται σταδιακά
ανάλογα με το πόσο παρατηρούμε, μελετάμε και εξαλείφουμε τις διάφορες νοητικές
καταστάσεις που καλύπτουν τον αληθινό μας Εαυτό (Αγνή Συνειδητότητα).
Για παράδειγμα, δεν αρκεί να διαβάσουμε για
το θυμό και να έχουμε μια διανοητική γνώση. Είναι απαραίτητο να υπάρχει συνεχής
αυτοπαρατήρηση ώστε να τον αντιληφθούμε
μέσα μας, πως λειτουργεί και εκφράζεται και να ελευθερωθούμε από
αυτόν.
Με τον ίδιο τρόπο εργαζόμαστε με όλα τα
ελαττώματα και καθώς απελευθερωνόμαστε από αυτά ο νους εξαγνίζεται, γίνεται πιο
Σαττβικός και η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί αυξάνεται
σταδιακά.
Για να κατανοήσουμε τα φαινόμενα της ζωής και
τους άλλους θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τον εαυτό μας. Είναι απαραίτητο να
δούμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είναι. Να δούμε όλες τις σκέψεις, τις
συγκινήσεις και τις πεποιθήσεις μας, να τις κατανοήσουμε και να απελευθερωθούμε
από αυτές και να συνειδητοποιήσουμε την αληθινή μας φύση (Αγνή Συνειδητότητα,
Άτμαν, Θεός κ.λπ.)
Όσο πλησιάζουμε τον Αληθινό μας Εαυτό τόσο
περισσότερο κατανοούμε τη ζωή. Όταν συνειδητοποιήσουμε πλήρως τον Εαυτό μας όλη
η ζωή θα αποκαλυφθεί μπροστά μας όπως πραγματικά είναι.
Η Μπαγκαβάντ Γκίτα είναι μία από τις Ιερές Γραφές της Ινδίας.
Η Μπαγκαβάντ Γκίτα είναι μία από τις Ιερές Γραφές της Ινδίας.